ἐπικλίσεσιν

ἐπικλίσεσιν
ἐπίκλισις
slope
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίκλιση — η (AM ἐπίκλισις) [επικλίνω] κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, πλαγιά («ἐν τοῑς ἐδάφεσι καὶ ταῑς ἐπικλίσεσιν αὐτῶν», Στράβ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) το να είναι κάποιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. κλίση, κάμψη προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”